ἐξακοντίζει

ἐξακοντίζει
ἐξακοντίζω
dart
pres ind mp 2nd sg
ἐξακοντίζω
dart
pres ind act 3rd sg
ἐξακοντίζω
dart
pres ind mp 2nd sg
ἐξακοντίζω
dart
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακοντιστήριον — ἀκοντιστήριον, το (Μ) [ἀκοντίζω] πολεμική μηχανή, που εξακοντίζει μεγάλες πέτρες …   Dictionary of Greek

  • δορυβόλος — δορυβόλος, ον (Α) (για πολεμική μηχανή) αυτός που εξακοντίζει δόρατα …   Dictionary of Greek

  • ελασίβροντος — ἐλασίβροντος, ον (Α) 1. αυτός που εξακοντίζει βροντές 2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός …   Dictionary of Greek

  • εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβρόντης — κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστρο βρόντης, καρτερο βρόντης] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κεραύνειος — κεράνειος, ον (Α) [κεραυνός] αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό …   Dictionary of Greek

  • μακροβόλος — ο (AM μακροβόλος, ον) αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ξυστοβόλος — ξυστοβόλος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”